εύσωμος Συνώνυμα


Εύσωμος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • βαριά, παχύτερο, ρωμαλέος, heavyset, γεροδεμένος, ογκώδη, υγιέστατο, ογκώδης, stout, σωματώδης, παχύς.
εύσωμος Συνώνυμο συνδέσεις: βαριά, ρωμαλέος, ογκώδη, ογκώδης, σωματώδης, παχύς,

εύσωμος Αντώνυμα