εφήμερο Συνώνυμα


Εφήμερο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • βραχύβιο, παροδική, σύντομη, passing, χρονική, προσωρινή, στιγμιαία, φευγαλέα, αλλοιώσιμα, εφήμερος, ασταθής.
εφήμερο Συνώνυμο συνδέσεις: χρονική, στιγμιαία, φευγαλέα, εφήμερος, ασταθής,

εφήμερο Αντώνυμα