εφάπτεται Συνώνυμα


Εφάπτεται Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μεταβλητή, αποκλίνουσες, φθίνουσα, ακανόνιστη, αόριστης, άστατος, αποκλίνουσα, μετατόπιση, παράλογη, divagating, ασταθής, ασυνεπής.
  • οριακό, υποδεέστερη, βοηθητικές, δευτεροβάθμια, συμπληρωματική, εφαπτομένη, ήσσονος σημασίας, ενδεχόμενες, θυγατρική, παρεπόμενα, πλευρά.
εφάπτεται Συνώνυμο συνδέσεις: φθίνουσα, ακανόνιστη, άστατος, παράλογη, ασταθής, ασυνεπής, υποδεέστερη, βοηθητικές, συμπληρωματική, εφαπτομένη, ήσσονος σημασίας, ενδεχόμενες, παρεπόμενα, πλευρά,

εφάπτεται Αντώνυμα