ευνοεί Συνώνυμα


Ευνοεί Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • συμβάλλοντας, βοηθώντας, τείνει, την προώθηση, οργανικό, συνεισφοράς, προώθηση, ταχεία, βοηθητικών, παραγωγική, υποταγμένη, υπολογίζεται.
ευνοεί Συνώνυμο συνδέσεις: προώθηση, ταχεία, παραγωγική, υπολογίζεται,

ευνοεί Αντώνυμα