ευεργέτης Συνώνυμα


Ευεργέτης Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πατρών, βοηθός, υποστηρικτής, συνεισφέρων, δότη, subsidizer, συνδρομητή, καλή νεράιδα, άγιος βασίλης, άγγελος.
ευεργέτης Συνώνυμο συνδέσεις: πατρών, βοηθός, υποστηρικτής,