ευαισθησία Συνώνυμα


Ευαισθησία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ευαισθησία, ανταπόκριση, ικανότητα αμέσου αντιδράσεως, αναστοχασμό, επηρεάζουν, υπερευαισθησία, αλλεργία, ευερεθιστότητα.
  • ευαισθητοποίηση, διαίσθηση, διορατικότητα, δαιμόνιο, διακρίσεις, γεύση, λιχουδιά, συμπάθεια, ενσυναίσθηση, συναίσθημα, απόχρωση, εκτίμηση, δεκτικότητα, vibes.
ευαισθησία Συνώνυμο συνδέσεις: ευαισθησία, ευερεθιστότητα, διαίσθηση, διορατικότητα, δαιμόνιο, διακρίσεις, γεύση, ενσυναίσθηση, απόχρωση, εκτίμηση,

ευαισθησία Αντώνυμα