επιτήδειος Συνώνυμα


Επιτήδειος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επιδέξιος, πρακτικό, ευκίνητος, εμπειρογνωμόνων, σε θέση, εύκολη, έμπειρος, ικανοί, έξυπνη, γρήγορη.
επιτήδειος Συνώνυμο συνδέσεις: επιδέξιος, πρακτικό, ευκίνητος, σε θέση, έξυπνη, γρήγορη,

επιτήδειος Αντώνυμα