επιδέξιος Συνώνυμα


Επιδέξιος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εμπειρογνωμόνων, έμπειρος, ειδικευμένους, αρμόδια, αριστοτεχνικά, ασκείται, διάτρητοι, έμπειρα, καλά, επιδέξιος, επιτήδειος, σε θέση, σοφιστικέ, ικανή, γυαλισμένο, αμφιδέξιος, πονηρός, έξυπνος.
  • επιδέξιος, εύχρηστο, έξυπνο, επιτήδειος, apt, ικανοί, εμπειρογνωμόνων, ευκίνητος, σε θέση, ασκείται, κηλίδα.
  • επιδέξιος.
επιδέξιος Συνώνυμο συνδέσεις: αριστοτεχνικά, ασκείται, έμπειρα, καλά, επιδέξιος, επιτήδειος, σε θέση, ικανή, γυαλισμένο, πονηρός, έξυπνος, επιδέξιος, εύχρηστο, έξυπνο, επιτήδειος, apt, ευκίνητος, σε θέση, ασκείται, κηλίδα, επιδέξιος,

επιδέξιος Αντώνυμα