εξοστρακίζω Συνώνυμα


Εξοστρακίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποκλείσει, αποφύγετε, shun, απορρίψει, εξορίσει, εκδιώξουν, απομακρύνει, μαύρη λίστα, blackball, αφορίσει, απομόνωση, μποϊκοτάζ, coldshoulder.
εξοστρακίζω Συνώνυμο συνδέσεις: αποκλείσει, αποφύγετε, shun, απορρίψει, εξορίσει, απομακρύνει, blackball, απομόνωση,

εξοστρακίζω Αντώνυμα