εξολεθρεύει Συνώνυμα


Εξολεθρεύει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κατεδαφίσει, σβήνω, εξοντώσουν, σκοτώσει, κατάσβεση, εξάλειψη, εξαφανίσουν, κάνει μακριά με, καταστρέψει, κατάργηση, διαγράψει, θα ξεριζώσει.
εξολεθρεύει Συνώνυμο συνδέσεις: κατεδαφίσει, σβήνω, εξοντώσουν, εξάλειψη, εξαφανίσουν, κάνει μακριά με, καταστρέψει, κατάργηση, θα ξεριζώσει,