ενεργεί Συνώνυμα


Ενεργεί Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αντικαθιστώντας, στον τελετουργικό, μεταβιβάσει, αναπληρωτής, υποκατάστατο, υποκατάστατα, deputized, προσωρινή, υπέρ tem.
ενεργεί Συνώνυμο συνδέσεις: αναπληρωτής, υποκατάστατο,

ενεργεί Αντώνυμα