ενδιάμεση Συνώνυμα


Ενδιάμεση Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • προσωρινή, προσωρινά, provisory, πρόχειρα, περνώντας, μεταβατική, παροδική.

Ενδιάμεση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διάστημα, εν τω μεταξύ, διάλειμμα, εσοχή, παύση, υπόλοιπο, ανάπαυλα, entr'acte.
ενδιάμεση Συνώνυμο συνδέσεις: provisory, πρόχειρα, μεταβατική, εν τω μεταξύ, διάλειμμα, εσοχή, παύση, υπόλοιπο,