εμπνέω Συνώνυμα


Εμπνέω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ενσταλάξει, εμφυσώ, εμπνέει, εμπνεύσει, inspirit, εμφύτευμα, μεταδώσει, εισαγάγει, διαπερνούν, διεισδύσει, απλώνω, διαποτίζουν.
εμπνέω Συνώνυμο συνδέσεις: ενσταλάξει, εμπνέει, εμπνεύσει, μεταδώσει, εισαγάγει, διαπερνούν, διεισδύσει, διαποτίζουν,