εκπληρώσει Συνώνυμα


Εκπληρώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • καταναλώνω, τελείωμα, πληρούν, επίδραση, υλοποιήσει, επίτευξη, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, επιφέρει, διενεργεί, εκτελέσει, συνειδητοποιούν, κοντά.
εκπληρώσει Συνώνυμο συνδέσεις: υλοποιήσει, επίτευξη, ολοκληρώσει,

εκπληρώσει Αντώνυμα