εκκλησιαστικό Συνώνυμα


Εκκλησιαστικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • churchly, θρησκευτικές, ιερατικά, εκ παραδρομής.
εκκλησιαστικό Συνώνυμο συνδέσεις: ιερατικά, εκ παραδρομής,

εκκλησιαστικό Αντώνυμα