δυσωδία Συνώνυμα


Δυσωδία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • fetidness, μίασμα, βρωμάω, βρώμα, κακοσμίας, mephitis, effluvium, noisomeness.
δυσωδία Συνώνυμο συνδέσεις:

δυσωδία Αντώνυμα