διόγκωση Συνώνυμα


Διόγκωση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • πρήξιμο, εξόγκωμα, προεξοχή, προβολής, χτύπημα, λάμπα, αφεντικό, κόμπος, gnarl, κόμβος, όζος.

Διόγκωση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • φούσκωμα, φουσκώνω, προεξέχουν, κολλήσει έξω, επεκτείνετε, λαχανιάζω, φουσκώνουν, έργου, αυξηθεί, διαστέλλονται.
διόγκωση Συνώνυμο συνδέσεις: προεξοχή, προβολής, χτύπημα, λάμπα, αφεντικό, κόμπος, gnarl, όζος, φούσκωμα, φουσκώνω, προεξέχουν, κολλήσει έξω, λαχανιάζω, φουσκώνουν, αυξηθεί, διαστέλλονται,

διόγκωση Αντώνυμα