δισταγμό Συνώνυμα


Δισταγμό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καθυστέρηση, demurral, τριγμό, απροθυμία, περίσκεψη, ενδοιασμούς, αμφιβολία, τις αμφιβολίες, τύψη, αναποφασιστικότητα, αβεβαιότητα.
δισταγμό Συνώνυμο συνδέσεις: καθυστέρηση, απροθυμία, ενδοιασμούς, αμφιβολία, τις αμφιβολίες, τύψη,

δισταγμό Αντώνυμα