δισκέτα Συνώνυμα


Δισκέτα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πεσμένα, κρεμώντας, limp, χωρίς κόκαλα, μαλακό, φαρδιά, αιωρούμενα, πέταγμα, μαρασμός, αδιάφορος, ταλαντεύοντας, loose-jointed.
δισκέτα Συνώνυμο συνδέσεις: limp, μαλακό, φαρδιά, αιωρούμενα, αδιάφορος, loose-jointed,

δισκέτα Αντώνυμα