διαφωτίσει Συνώνυμα


Διαφωτίσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διευκρινίσει, εξηγήσει, φωτίζει, ερμηνεύουν, ξεδιπλώνονται, ξεκαθαρίσω, εξηγώ.
  • ενημερώνει, αναθέσει, διδάσκουν, εκπαιδεύσει, εποικοδομώ, φωτίζει, αποσαφηνίσει, ξεκαθαρίσω, πληροφορήστε, σοφός.
διαφωτίσει Συνώνυμο συνδέσεις: διευκρινίσει, εξηγήσει, φωτίζει, ξεδιπλώνονται, ξεκαθαρίσω, εξηγώ, αναθέσει, εκπαιδεύσει, εποικοδομώ, φωτίζει, ξεκαθαρίσω, πληροφορήστε, σοφός,

διαφωτίσει Αντώνυμα