διαστρεβλώσουν Συνώνυμα


Διαστρεβλώσουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • συστροφή, κλειδί, λυγίσει, πόρπη, παραμόρφωση, στημόνι, misshape, gnarl, κόμπος, σπαρταρώ, convolute.
διαστρεβλώσουν Συνώνυμο συνδέσεις: συστροφή, κλειδί, πόρπη, στημόνι, gnarl, κόμπος, σπαρταρώ,

διαστρεβλώσουν Αντώνυμα