διαρκείας επιτρέπουσα Συνώνυμα


Διαρκείας Επιτρέπουσα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χαρακτηριστικό, ιδιαιτερότητα, γνώρισμα, μάρκα, σύμβολο, σφραγίδα, διακριτικό, υπογραφή, εμπορικών σημάτων.
διαρκείας επιτρέπουσα Συνώνυμο συνδέσεις: χαρακτηριστικό, ιδιαιτερότητα, μάρκα, σύμβολο, σφραγίδα, διακριτικό, υπογραφή,