διαρκή Συνώνυμα


Διαρκή Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαρκή, μόνιμη, συνεχή, ανθεκτικό, αιώνιο, μονιμοποίηση, επιζών, υπάρχων, υπάρχοντα, διαβίωσης, ακμάζουσα, άφθαρτο.
διαρκή Συνώνυμο συνδέσεις: διαρκή, συνεχή, ανθεκτικό, αιώνιο, υπάρχων,

διαρκή Αντώνυμα