διακόψει Συνώνυμα


Διακόψει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • σταματήσει, παύουν, τέλος, πτώση, τερματίσει, κλείστε, απέχουν, διακόψει, φύγει μακριά, διακόπτουν, κρατήσει μακριά, αναβολή, αναβληθεί, παρακρατήσει.
διακόψει Συνώνυμο συνδέσεις: σταματήσει, τέλος, πτώση, κλείστε, απέχουν, διακόψει, αναβολή, αναβληθεί, παρακρατήσει,

διακόψει Αντώνυμα