διαδεδομένη Συνώνυμα


Διαδεδομένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διάχυτη, εκτεταμένη, εκτεταμένες, περιεκτική, διαδίδονται, σαρωτικές, υποδημάτων, σε όλο τον κόσμο, σε εθνικό επίπεδο, διασκορπισμένη.
  • κοινή, γεμάτη, δημοφιλή, κωνσταντινουπολίτες, γενικά, δημόσια, καθολική, διαδεδομένη, επιδημία.
διαδεδομένη Συνώνυμο συνδέσεις: διάχυτη, εκτεταμένη, εκτεταμένες, περιεκτική, σαρωτικές, σε όλο τον κόσμο, σε εθνικό επίπεδο, γεμάτη, γενικά, καθολική, διαδεδομένη, επιδημία,

διαδεδομένη Αντώνυμα