διαβρωτικές Συνώνυμα


Διαβρωτικές Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • καυστική, δηλητηριώδες, δηλητηριώδη, θανατηφόρα, λοιμογόνο, σκληρή, σαρκαστικός, δηκτικό, καυστικό, δάγκωμα, κοπή, απότομη, βίαιη.
διαβρωτικές Συνώνυμο συνδέσεις: καυστική, δηλητηριώδη, θανατηφόρα, λοιμογόνο, σκληρή, σαρκαστικός, καυστικό, κοπή, απότομη, βίαιη,

διαβρωτικές Αντώνυμα