δεσπότης Συνώνυμα


Δεσπότης Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απολυταρχικός, τύραννος, καταπιεστή, δικτάτορας, αυταρχική, φασιστική, ιεροεξεταστής, martinet, νταής, simon legree, οδηγό σκλάβων, εργοδηγός.
δεσπότης Συνώνυμο συνδέσεις: απολυταρχικός, τύραννος, καταπιεστή, δικτάτορας, αυταρχική, martinet, νταής, εργοδηγός,

δεσπότης Αντώνυμα