γκορ Συνώνυμα


Γκορ Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • διαπερνούν, σουβλίζω, κέρατο, transfix, μπρόσμιου, δόρυ, μαχαιριά, διεισδύσουν, σούβλα, οπής, τρυπώντας.
γκορ Συνώνυμο συνδέσεις: διαπερνούν, σουβλίζω, transfix, δόρυ, μαχαιριά, σούβλα,