γενναιότητα Συνώνυμα


Γενναιότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • θάρρος, ανδρεία, αφοβία, τόλμη, ηρωισμό, gallantry, adventurousness, σθένος, hardihood, gameness, pluckiness, θράσος.
γενναιότητα Συνώνυμο συνδέσεις: θάρρος, ανδρεία, αφοβία, τόλμη, gallantry, σθένος, hardihood, gameness, θράσος,

γενναιότητα Αντώνυμα