γεμάτη Συνώνυμα


Γεμάτη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαδεδομένη, διαδεδομένων, κοινή, ανεξέλεγκτη, άφθονα, αναρίθμητα, άφθονη, γεμάτος, αφθονούν, σμήνη, επιδημία, εκτεταμένη.
  • φορτωμένοι, σταθμισμένο, βαρύ με, συμμετοχή, γεμάτο, αφθονούν, έγκυος, ναύλωσε, φορτισμένο, φορτωμένο, επιβαρύνεται, κορεσμένη.
γεμάτη Συνώνυμο συνδέσεις: διαδεδομένη, ανεξέλεγκτη, άφθονα, αναρίθμητα, άφθονη, γεμάτος, επιδημία, εκτεταμένη, συμμετοχή, γεμάτο, έγκυος, φορτωμένο, κορεσμένη,

γεμάτη Αντώνυμα