βρίζω Συνώνυμα


Βρίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κακολογώ, calumniate, κατάρα, δυσφημείτε, διασύρουν, συκοφαντία, συκοφαντίες, παπανικολάου, δυσφημεί, vituperate, χυδαίοι και απαρχαιωμένοι, ψέγω, βεβήλωσαν, βλασφημώ, καταγγείλει.
  • ξεσπάσει, εκπέμπουν, εκχέω, αναβλύζουν, spew εμπρός, αποτινάξει, διαχέονται.
  • ρέψιμο, φούσκα, eruct, eructate.
βρίζω Συνώνυμο συνδέσεις: calumniate, κατάρα, δυσφημείτε, διασύρουν, συκοφαντία, συκοφαντίες, παπανικολάου, vituperate, ψέγω, βεβήλωσαν, βλασφημώ, καταγγείλει, ξεσπάσει, εκπέμπουν, εκχέω, αναβλύζουν, ρέψιμο, φούσκα,

βρίζω Αντώνυμα