αστείο να αμβλυνθεί Συνώνυμα


Αστείο Να Αμβλυνθεί Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αστείο, πείραγμα, πειράγματα, sally, παραξενιά, ευφυολόγημα, waggery, badinage, μοτ, αστείος, σάτιρα, ιδιοτροπία, καλαμπούρι.
αστείο να αμβλυνθεί Συνώνυμο συνδέσεις: αστείο, πείραγμα, πειράγματα, ευφυολόγημα, badinage, αστείος, σάτιρα, ιδιοτροπία, καλαμπούρι,