αρπακτικό Συνώνυμα


Αρπακτικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άπληστοι, αντιληφθεί, αρπακτικότητα, αδηφάγο, wolfish, αρπακτικά, κλέφτικα, επιδρομικές, φιλάργυρος, άπληστος, ληστρική, απογυμνώνει, αρπακτική.
αρπακτικό Συνώνυμο συνδέσεις: άπληστοι, αντιληφθεί, wolfish, φιλάργυρος, άπληστος, αρπακτική,

αρπακτικό Αντώνυμα