απόσβεση Συνώνυμα


Απόσβεση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • υποτίμηση, πτώση, παρακμή, κατάθλιψη, ύφεση, sag, bearishness.
απόσβεση Συνώνυμο συνδέσεις: πτώση, παρακμή, κατάθλιψη, ύφεση, sag,

απόσβεση Αντώνυμα