αποφεύγουν Συνώνυμα


Αποφεύγουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • στερεωθεί, αποφύγετε, επιορκώ, παραιτηθεί από, αποκηρύξει, απέχουν, εγκαταλείψει, απέχουν από, ορκιστείτε από, εγκαταλείψουν, αποστασιοποιηθεί από, απόρριψη, αποκρούω, να υποχωρούν από.
αποφεύγουν Συνώνυμο συνδέσεις: αποφύγετε, παραιτηθεί από, αποκηρύξει, απέχουν, εγκαταλείψει, ορκιστείτε από, αποστασιοποιηθεί από, απόρριψη, να υποχωρούν από,