αποθεμάτων Συνώνυμα


Αποθεμάτων Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • απόθεμα.

Αποθεμάτων Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποθήκευση, απόθεμα, συσσωρεύουν, συσσωρεύονται, αποθεματικό, παραμερίζουν, διάστρωση, θέσει, βρισκόταν από, συλλέγουν, συγκεντρώσει.
αποθεμάτων Συνώνυμο συνδέσεις: απόθεμα, αποθήκευση, απόθεμα, συσσωρεύουν, συσσωρεύονται, συγκεντρώσει,

αποθεμάτων Αντώνυμα