αποθαρρύνω Συνώνυμα


Αποθαρρύνω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • disconcert.
  • υπονομεύουν, αποθαρρύνει, αποθάρρυνε καθενός, dispirit, unnerve, αποδυναμώσει, ζαλίζω, εξουδετέρωση, enfeeble, devitalize, ακρωτηριάσουν, κούνημα, sap, psych.
αποθαρρύνω Συνώνυμο συνδέσεις: disconcert, υπονομεύουν, αποθάρρυνε καθενός, unnerve, αποδυναμώσει, ζαλίζω, εξουδετέρωση, enfeeble, devitalize, ακρωτηριάσουν, κούνημα, sap,

αποθαρρύνω Αντώνυμα