αντισηπτικό Συνώνυμα


Αντισηπτικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ασηπτικής, απολυμαντικό, μικροβιοκτόνων, βακτηριοκτόνο, αποστειρωμένο, υγειονομικά, υγιεινής.
αντισηπτικό Συνώνυμο συνδέσεις: ασηπτικής, απολυμαντικό, υγιεινής,

αντισηπτικό Αντώνυμα