ανεπάρκεια Συνώνυμα


Ανεπάρκεια Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανεπαρκής, σύντομη, θέλοντας, χρειώδης, ελάχιστη, λιγοστά, λείπει, άπαχο, λιγοστός, φειδωλός, exiguous.
  • ελαττωματικό, ελλιπής, subnormal, υποβαθμισμένα, εδά, κατώτερο, δεύτερο ποσοστό, δυσλειτουργεί, κακή.

Ανεπάρκεια Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • έλλειψη, χρειάζεται, θέλει, σπανιότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, απουσία, έλλειμμα, σφάλμα, ελάττωμα, scantiness.
ανεπάρκεια Συνώνυμο συνδέσεις: ανεπαρκής, ελάχιστη, λιγοστά, λείπει, άπαχο, φειδωλός, exiguous, ελαττωματικό, subnormal, υποβαθμισμένα, έλλειψη, σπανιότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, απουσία, έλλειμμα, σφάλμα, ελάττωμα,

ανεπάρκεια Αντώνυμα