ανίκανων Συνώνυμα


Ανίκανων Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανίκανη να, ακατάλληλα, ανεπαρκής, αναποτελεσματική, ανειδίκευτοι, χωρίς επιφυλάξεις, δεξιός, αδέξιος, maladroit, bungling.
ανίκανων Συνώνυμο συνδέσεις: ανίκανη να, ακατάλληλα, ανεπαρκής, αναποτελεσματική, ανειδίκευτοι, δεξιός, αδέξιος, maladroit, bungling,

ανίκανων Αντώνυμα