αμφισβητήσιμη Συνώνυμα
Αμφισβητήσιμη Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- συζητήσιμο, αμφιλεγόμενη, υποθετική, διφορούμενη, αμφίβολο, αναπόδεικτες, αναποφάσιστοι, προσωρινή, controvertible, αμφισβητήσιμο, δειλά, σίγουροι, αμφίβολος.
- ύποπτο, απίθανος, αμφίβολη, διφορούμενη, queer, κακόφημο, ύποπτες, σκιερό, ανάρμοστη, άστοχα.