αμέσως Συνώνυμα


Αμέσως Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • αμέσως, άμεσα, γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες, τουτ δε ακολουθία, pronto, straightway.
  • αμέσως, straightway, τώρα, επί του παρόντος, ακαριαία, ξαφνικά, γρήγορα, στενά, άμεσα, τουτ δε ακολουθία.
  • αμέσως, γρήγορα, άμεσα, επί του παρόντος, στο άψε σβήσε, δικαίωμα μακριά, pronto.
  • αμέσως, επειγόντως, γρήγορα, ακαριαία, βιαστικά, άμεσα, τώρα, σωστός μακριά, instanter.
  • γρήγορα.
αμέσως Συνώνυμο συνδέσεις: αμέσως, άμεσα, γρήγορα, pronto, straightway, αμέσως, straightway, τώρα, ξαφνικά, γρήγορα, άμεσα, αμέσως, γρήγορα, άμεσα, pronto, αμέσως, γρήγορα, άμεσα, τώρα, γρήγορα,

αμέσως Αντώνυμα