ακυρότητα Συνώνυμα


Ακυρότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανυπαρξία, αναπηρίας, ανικανότητας, αναποτελεσματικότητα, inoperativeness, ασημαντότητα, άρνηση, λήθη.
ακυρότητα Συνώνυμο συνδέσεις: αναπηρίας, άρνηση, λήθη,

ακυρότητα Αντώνυμα