ακτιβισμός Συνώνυμα


Ακτιβισμός Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διέγερση, αντιπαράθεσης, συμμετοχή, εμπλοκή, δέσμευση, μαχητικότητα, επιθετικότητα, ζήλο, θέρμη.
ακτιβισμός Συνώνυμο συνδέσεις: διέγερση, αντιπαράθεσης, συμμετοχή, εμπλοκή, επιθετικότητα, ζήλο, θέρμη,

ακτιβισμός Αντώνυμα