αδιαπέραστο Συνώνυμα


Αδιαπέραστο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ακατανόητη, ανεξιχνίαστο, αινιγματικός, μπλέκοντας, αδιάλυτο, ανεξήγητο, ανεξιχνίαστος, αδιαπέραστη από, κρυφό, μυστηριώδες, αινιγματικό.
αδιαπέραστο Συνώνυμο συνδέσεις: ακατανόητη, ανεξιχνίαστο, αινιγματικός, μπλέκοντας, αδιάλυτο, ανεξήγητο, αδιαπέραστη από, μυστηριώδες,

αδιαπέραστο Αντώνυμα