αδιαθεσία Συνώνυμα


Αδιαθεσία Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άρρωστος, προβληματική, ασθενικά, ανήμπορος, αναστατωμένος, διαταραγμένο, ανθυγιεινή, από τα είδη, νοσούντων, κακώς, λεπτή, αδύναμη, valetudinarian, νοσηρή, ευπαθής, δεν είναι έγκυρη.
αδιαθεσία Συνώνυμο συνδέσεις: άρρωστος, προβληματική, ασθενικά, διαταραγμένο, λεπτή, αδύναμη, νοσηρή,

αδιαθεσία Αντώνυμα