αδιέξοδο Συνώνυμα


Αδιέξοδο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αδιέξοδο, στάση, εμπόδιο, συμφόρηση, μπλοκ, τέλμα, εμπλοκή, δίλημμα, δύσκολη θέση.
  • αδιέξοδο.
  • δέστε, κλήρωση, στασιμότητα, στασιμότητας, dead heat, διακοπή, στάση, αδιέξοδο, γωνία.
  • δρομάκι.
αδιέξοδο Συνώνυμο συνδέσεις: αδιέξοδο, στάση, εμπόδιο, μπλοκ, τέλμα, εμπλοκή, δίλημμα, δύσκολη θέση, αδιέξοδο, στασιμότητα, στασιμότητας, διακοπή, στάση, αδιέξοδο, γωνία, δρομάκι,

αδιέξοδο Αντώνυμα