έσπευσε Συνώνυμα


Έσπευσε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • βιαστική, φουριόζος, ταχεία, γρήγορη, ορμητική, παρορμητικός, κακοφτιαγμένος, επιφανειακή, απρόσεκτος, ίζημα.
έσπευσε Συνώνυμο συνδέσεις: βιαστική, φουριόζος, ταχεία, γρήγορη, ορμητική, απρόσεκτος, ίζημα,

έσπευσε Αντώνυμα