άδικο Συνώνυμα


Άδικο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άδικο, άνιση, μεροληπτική, μονόπλευρη, μερική, κομματική, θίγεται, διακρίσεις, φανατικός, λάθος.
  • παράνομη, άνιση, άδικο, μερική, ζημιογόνο, μεροληπτικός, χαριστικός, άδικος, αδικαιολόγητη, λάθος, κακός.
άδικο Συνώνυμο συνδέσεις: άδικο, μονόπλευρη, μερική, διακρίσεις, φανατικός, λάθος, παράνομη, άδικο, μερική, αδικαιολόγητη, λάθος,

άδικο Αντώνυμα