Χωρίς Αέρα Συνώνυμα


Χωρίς Αέρα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αερίζεται, στενή, αποπνικτική, μπαγιάτικος, μπαγιάτικο, ακόμα, καταπιεστική, βαριά, ασφυκτική.
Χωρίς Αέρα Συνώνυμο συνδέσεις: στενή, αποπνικτική, μπαγιάτικος, μπαγιάτικο, ακόμα, καταπιεστική, βαριά,

Χωρίς Αέρα Αντώνυμα